-
1 κατάχτηση
η1) завоевание, покорение; захват; оккупация; 2) перен. завоевание; достижение, успех;δημοκρατικές κατάχτήσεις — демократические завоевания;
οι κατάχτήσεις της επιστήμης — достижения науки;
3) перен. победа, успех (у мужчин, у женщин);αυτός έχει πολλές κατάχτήσεις — у него много побед, он покорил сердца многих женщин;
4) овладевайте, овладение; усвоение;η κατάχτηση γνώσεων — овладение знаниями
-
2 κατάχτηση
[катактиси] ουσ. Θ. захват, завоевание, катактртт^катактитис][/*] ουσ. а. захватчик, завоеватель,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατάχτηση
-
3 κατάχτηση
[катактиси] ουσ θ захват, завоевание, катактртт^катактитис][/*] ουσ α захватчик, завоеватель.
См. также в других словарях:
κατάχτηση — η 1. κτήση με τη βία, κυρίευση: Η κατάχτηση της Ευρώπης από τους Γερμανούς δεν ήταν εύκολο έργο. 2. ερωτική επιτυχία:Έχει πολλές καταχτήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σελτζούκοι — Δυναστεία των Τούρκων Ογκούζ, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη μουσουλμανική Ανατολή του 11ου και 12ου αι. Ο πρώτος μέγας Σ. ήταν ο Τογκρούλ Μπεγκ, ο οποίος κυρίευσε το Χορασάν το Ιράν και εγκαταστάθηκε στη Βαγδάτη. Έγινε ο προστάτης του χαλιφάτου… … Dictionary of Greek
Στότζας — Βυζαντινός στρατιωτικός, γνωστός και με το όνομα Τσότζας. Πήρε μέρος στην εκστρατεία της Καρχηδόνας εναντίον των Βανδάλων (534). Μετά την κατάχτηση της Βόρειας Αφρικής και την αναχώρηση του Βελισάριου, ο Σ. πρωτοστάτησε στη στάση της φρουράς της… … Dictionary of Greek